Αυγό από ξύλο (διήγημα)

Ο Λάμπρος, ο μεγάλος ξάδελφος, είχε το συνήθειο να ταξιδεύει. Κυρίως, του άρεσαν τα απομακρυσμένα μέρη, και όποτε επέστρεφε μάς έλεγε τις πιο απίθανες ιστορίες. Στα ταξίδια του πάντα γνώριζε κάποιον τυχαία, ίσως και κάποια, έπιαναν κουβέντα για τις αλήθειες της ζωής, ξεστράτιζε, έχανε την επικοινωνία με τους οικείους, και κατέληγε σε ένα ακόμα πιο απομακρυσμένο μέρος, όπου οι άνθρωποι ήταν απλοί, σοφοί και, κυρίως, διαφορετικοί.

Διαφορετικοί από ποιους;

Διαφορετικοί από εμάς, βέβαια. Εμείς ήμασταν κοινότυποι, ελαφρώς μικροαστοί, κάπως έτσι μας αποκαλούσε στα οικογενειακά τραπέζια, λίγο έως πολύ ντεμοντέ, και νερόβραστοι.

Ευτυχώς, που είχαμε την Ευτυχία. Αστείο δεν ακούγεται; Η Ευτυχία, η μεγάλη μου ξαδέλφη, νεαρή και πολιτισμένη, ταξίδευε και εκείνη αρκετά, μάλιστα συναγωνιζόταν ορισμένες φορές τον Λάμπρο στις μακρινές αποστάσεις, αλλά για κάποιο περίεργο λόγο δεν μπορούσε να τον φτάσει με τίποτα στις τυχαίες συναντήσεις με τους “απλούς” και “αληθινούς” ανθρώπους.

Ο Λάμπρος της τα είχε εξηγήσει. Οι φωτογραφίες στα ίνσταγκραμ και στα φέισμπουκ (χρησιμοποιούσε πάντοτε πληθυντικό για τα μέσα δικτύωσης) είχαν αλλοιώσει το ταξιδιωτικό της πνεύμα. Ναι, αυτά ήταν τα λόγια του, είχε μιλήσει για αλλοίωση και για ταξιδιωτικό πνεύμα. Η Ευτυχία τον άκουγε προσεκτικά, την ώρα που εμείς οι ταπεινοί τρώγαμε και πίναμε, αισθανόμενοι κάπως μειονεκτικά, κάπως βαριεστημένοι.

Βαριεστημένος ήταν πάντα ο παππούς μου, ο Μιλτιάδης, αν και φρόντιζε να το κρύβει με ένα στωικό χαμόγελο. Δεν ήθελε να κακοκαρδίσει τον πρωτότοκο της αδελφούλας του, της Μυρσίνης, το καμάρι της. Η Μυρσίνη άκουγε τον Λάμπη της – έτσι τον φώναζε- με περισσό θαυμασμό πάντα, αν και μερικές φορές συννέφιαζε, όταν συνειδητοποιούσε ότι ο μεγάλος της πλησίαζε τα σαράντα και για οικογένεια ούτε λόγος. Μια φορά τής το είχε πετάξει η γιαγιά Πελαγία: “Καλά τα ταξίδια και τα πανεπιστήμια, Μυρσίνη μου, αλλά σαν την οικογένεια τίποτα. Στο κάτω-κάτω ας κάνει ταξίδια με τη γυναίκα του και αργότερα με τα παιδιά τους”.

Η Μυρσίνη τα ‘χασε… Βρε σαν να μην είχε άδικο η κουνιάδα, σωστά τα έλεγε. Το θέμα είναι πώς θα το έφερνε στον Λάμπρο, κάθε της προσπάθεια είχε πάει χαμένη. Τόσες κοπέλες τού είχε γνωρίσει, τόσα προξενιά. Και αυτός είχε κάποιες σχέσεις ανά φεγγάρι, αλλά πότε τις έχανες, πότε τις έβρισκες, κανείς δεν καταλάβαινε, πότε ξεκινούσαν οι σχέσεις του και πότε τελείωναν.

Κατά τη γνώμη μου, ο Λάμπρος δεν έκανε σχέσεις, απλώς πήγαινε ταξίδια με όποια είχε όρεξη, μετά ξαναπήγαιναν, μέχρι που η αγαπητικιά ξενέρωνε, αφού συνειδητοποιούσε ότι το μόνο κοινό τους μέλλον ήταν το ταξιδιωτικό.

“Όλα τα έχεις, βρε καμάρι μου” του έλεγε η ταλαίπωρη η θεία μου, “μόρφωση, δουλειά στο δημόσιο, δικό σου διαμέρισμα, έκανες τα ταξίδια σου, είχες τις περιπέτειές σου, καιρός να ανοίξεις σπίτι τώρα… Μαγκούφης θα μείνεις;”

“Αχ, βρε μάνα, με τις μικροαστικές σου αντιλήψεις… Άκου, μαγκούφης, μόνο εσείς οι παλιές χρησιμοποιείτε τέτοιο λεξιλόγιο. Αφού το ξέρεις, ο θεσμός της οικογένειας έχει μεταβληθεί σε…”

“Ωχού, μη μου αρχίζεις αυτά τα φιλοσοφικά σου, τα ακαταλαβίστικα. Κράτα τα για τους φίλους σου, τους σπουδαγμένους”.

Κάπως έτσι κυλούσαν τα οικογενειακά τραπέζια με τον Λάμπη να είναι πάντα το επίκεντρο, τη Μυρσίνη να σκαρφίζεται χίλιους τρόπους να του φέρει το ζευγάρωμα στο προσκήνιο, τους γονείς μου να τρώγονται για την ακρίβεια, την Ευτυχία να φωτογραφίζει το “οικογενειακό γεύμα” για τα ίνσταγκραμ και τον παππού Μιλτιάδη να μειδιά.

Για έναν ανεξήγητο λόγο, όσο μάλιστα περνούσε ο καιρός, ο παππούς απέφευγε τα σχόλια, μόνο μας ατένιζε με το βλέμμα του να γλιστράει από τον έναν στον άλλο. Εμείς δεν δίναμε σημασία, αφού ο Λάμπης με την Ευτυχία έπιαναν το ένα θέμα μετά το άλλο ή, για να είμαι ακριβής, τον έναν τόπο μετά τον άλλο.

Φέτος, όμως το Πάσχα, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ο Λάμπης ήρθε μετά από ένα μεγαλειώδες ταξίδι στη Λατινική Αμερική – ευκαιρία τώρα που είχαν πέσει οι τιμές λόγω κόβιντ- μαζί με ένα …δώρο. Το άφησε στο τραπέζι μετά από τον Επιτάφιο, αφού έφτασε φουριόζος – μετά τον Επιτάφιο, αφού δεν ήταν θρήσκος, όλα αυτά ήταν για τον αφελή λαό, όπως τόνιζε-. Το αντικείμενο ήταν ένα ξύλινο αυγό, σε μέγεθος ενός μικρού βάζου.

Το τοποθέτησε στο κέντρο του τραπεζιού, αφού παραμέρισε την πιατέλα με τα κόκκινα αυγουλάκια με περιφρονητικό ύφος.

“Ορίστε” είπε θριαμβευτικά. “Το ξύλινο αυγό”.

“Το ξύλινο αυγό!” τσίριξε η Ευτυχία.

“Το ξύλινο αυγό;” απόρησα.

“Δεν το πιστεύω” ξανατσίριξε η Ευτυχία.

“Τι είναι αυτό;” έκανε η γιαγιά Πελαγία. “Δεν πιστεύω να έμπλεξες με τίποτα αντίθρησκους;”

“Ανοησίες, αυτές οι έννοιες είναι για να μας ελέγχουν, δεν υφίστανται καν” έκανε ο Λάμπης. “Που λέτε, στο τελευταίο μου ταξίδι κάποια στιγμή ξεστράτισα…”

Ως συνήθως ο Λάμπης ξεστράτισε, γιατί δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, ο συνηθισμένος δρόμος θα πρόσφερε μόνο μια συνηθισμένη ιστορία. Εκεί, συνάντησε έναν ντόπιο, και την ώρα που τα έπιναν, του μίλησε για ένα μυστηριώδες παλαιοπωλείο. Ο Λάμπης δεν έχασε ευκαιρία, επισκέφτηκε το παλαιοπωλείο και από όλα τα παράξενα αντικείμενα, επέλεξε το ξύλινο αυγό. Κανείς μας δεν κατάλαβε γιατί, αλλά μάλλον δεν είχε σημασία.

Όλοι μας το περιεργαστήκαμε με ενδιαφέρον. Ήταν καφέ, ξύλινο με κάτι λεπτά σκαλίσματα πάνω του.

“Σαν ξυλόγλυπτο” είπε η θεία Μυρσίνη και πήγε να το πάρει στα χέρια της.

“Όχι,” είπε με επιβλητική φωνή “μην το πιάνετε!”

Σκιαχτήκαμε όλοι, οι πλάτες μας έγιναν ένα με την πλάτη της καρέκλας μας, η φωνή του Λάμπρου ηχούσε επιτακτική, και εμείς οφείλαμε να υπακούσουμε.

“Το αυγό από ξύλο θα ανοίξει μόνο του αύριο μετά την Ανάσταση”.

“Και πού το ξέρεις” έκανε ο πατέρας μου. “Μη μου πεις ότι είναι ορθόδοξοι εκεί κάτω και γνωρίζουν τι είναι η Ανάσταση”.

“Και όμως γνωρίζουν…” απάντησε ο Λάμπρος και κανείς δεν τόλμησε να τον αμφισβητήσει.

Υποσχεθήκαμε, λοιπόν, να μην το πειράξουμε, μόνο θα περιμέναμε την επόμενη για να δούμε αν θα επαληθευόταν ο Λάμπης. Ξεκολλήσαμε από τις καρέκλες μας, εκτός από τον παππού Μιλτιάδη. Πάλι μας κοιτούσε… Μάλλον κοιτούσε αφηρημένα με ένα πράο χαμόγελο.

Την επόμενη, αφού πήγαμε στην Ανάσταση, καταλήξαμε πάλι στην τραπεζαρία και αφού φάγαμε τη μαγειρίτσα, θυμηθήκαμε το ξύλινο αυγό. Πήραμε θέσεις γύρω του και μείναμε να το παρακολουθούμε κάτω από το χλωμό φως ενός κεριού. Έτσι είχαν πει στον Λάμπη από το παλαιοπωλείο, έτσι κάναμε.

Τα πρόσωπά μας είχαν βαφτεί από την προσμονή και από την ελπίδα. Ελπίζαμε σε κάτι, σε ένα μικρό θαύμα, σε μια αποκάλυψη, κάτι που να μας έβγαζε από τη μουντή διετία της πανδημίας, από τα καθημερινά προβλήματα, από τον διαρκή φόβο.

Τα λεπτά περνούσαν και τα νεύρα μας είχαν τεντώσει, κάτι ετοιμαζόταν να συμβεί, ακούγαμε έναν αδιόρατο ήχο ή να ήταν ιδέα μας; Μπορεί, αλλά έστω και έτσι ανακουφιζόμασταν…

Ποιος ξέρει, πόση ώρα πέρασε. Ποιος ξέρει, πόσες σκέψεις… Στο τέλος ο Λάμπης άρπαξε το αυγό, το γύρισε μερικές φορές στα χέρια του, και κατάφερε να το ανοίξει. Μέσα του είχε ένα λεπτό ρυτιδιασμένο χαρτί τυλιγμένο ξανά και ξανά. Άξαφνα, τεντωθήκαμε όλοι μας για να δούμε. Ο Λάμπης το ξετύλιξε βιαστικά και στο τέλος βρήκε ένα μικρό χαρτάκι.

“Το πιο μεγάλο ταξίδι είναι μέσα σου” έγραφε στα αγγλικά.

Όλοι σαστίσαμε, περιμέναμε κάτι άλλο. Μόνο ο Μιλτιάδης χαμογελούσε γαλήνια, με πραότητα. Μάλιστα, άπλωσε το χέρι του, πήρε ένα τσόφλι και έκανε να το φάει. Τον πρόλαβε η γιαγιά, πριν το βάλει στο στόμα του.

Σαστίσαμε…

“Τώρα αρχίζει το δικό μου ταξίδι” μουρμούρισε ο Μιλτιάδης.

Σηκώθηκα γρήγορα και έφερα από την κουζίνα ένα σοκολατένιο αυγό, από σοκολάτα υγείας. Το είχε παραγγείλει ο Μιλτιάδης λίγες μέρες πριν στον πατέρα μου.

“Παράξενο” είχε μουρμουρίσει η γιαγιά. “Τέτοια τρώγαμε στα νιάτα μας”.

Κανείς μας δεν έλεγε τίποτα. Παρακολουθούσαμε τη γιαγιά μαζί με τη Μυρσίνη να κόβουν μικρά μικρά κομματάκια το σοκολατένιο αυγό και να τα δίνουν στον Μιλτιάδη. Εκείνος, πάλι, έδειχνε γαλήνιος.

Και ο Λάμπης;

Ο Λάμπης κοιτούσε αμίλητος τον θείο Μιλτιάδη. Στα χέρια του είχε το αυγό από ξύλο.

Σχολιάστε