Η Νύχτα των δικών τους Χριστουγέννων

Και έκλεισε τα μάτια της απαλά,

την κούραση ήθελε να διώξει…

Τυλίχτηκε μέσα στα ζεστά,

και ήρθε ο ύπνος να τη φιλήσει τρυφερά,

ήρθε η ώρα να ταξιδέψει στα κρυφά.

Δυο φύλακες τής άνοιξαν την πόρτα, πόρτα θεόρατη με κάγκελα ασημένια φίδια,

στολισμένα με πράσινα και μπλε πετράδια αντί για μάτια.

Ένα, μάλιστα, ζωντάνεψε για μια στιγμή μονάχα για δώσει θάρρος:

“Έλα, λοιπόν, είναι σίγουρο ότι θα χάσεις, αν θέλεις να κερδίσεις…”

Στιγμή δεν δίστασε, τίποτα δεν είχε να σκεφτεί, δεν μπορούσε εξάλλου.

Ένας νάνος με σφαλιστά μάτια ξεπρόβαλε από τα σκοτεινά και της

έδωσε μια ελαφριά σπρωξιά.

Και έτσι μπήκε μέσα, την ώρα που τα φίδια τυλίχτηκαν σφιχτά το ένα πάνω στο άλλο,

να μη μείνει ούτε μια μικρή χαραμάδα.

Μεγάλη η τύχη της -είχε φτάσει την ώρα εορτασμού των Δικών τους Χριστουγέννων,

μιας απαράμιλλης γιορτής, εκεί που χάνεται η νιότη.

Αγκάλιασε με το βλέμμα της ολόκληρη την αίθουσα, δεν χόρταινε να βλέπει.

Παντού χρυσός και περίτεχνα στολίδια- βαθυκόκκινες βελούδινες κορδέλες,

στραφταλιστά πολύχρωμα πετράδια, νότες μαγικές να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα.

Δύο, μάλιστα, οι πιο τραγουδιστές, έκαναν μια στάση πάνω από το κεφάλι της.

“Ντύσου και εσύ κατάλληλα” της κελάηδησαν, “βάλε τα γιορτινά σου!”

“Μα πώς;” είπε κοιτάζοντας την πιτζάμα της, “δεν έχω μαζί μου άλλο ρούχο!”

Σιωπή έπεσε στην αίθουσα, πώς τόλμησε να ξεστομίσει κάτι τέτοιο;

Όλοι γύρισαν και την κοίταξαν, ξεσπώντας στα πιο βροντερά τους γέλια.

Βασιλιάδες και πριγκίπισσες, μάγοι και ιπποκόμοι,

υπηρέτες και μαγείρισσες, δουλευτάδες και τεμπελοχανάδες,

όμορφες κόρες, περήφανοι νεαροί,

σαλτιμπάγκοι και ερημίτες,

όλοι τους είχαν έρθει εκεί,

στολισμένοι και χαρωποί,

ήταν η Νύχτα των δικών τους Χριστουγέννων.

Τα συνηθισμένα λόγια έμοιαζαν φτωχά,

μόνο τραγούδαγαν τα πιο γλυκά τραγούδια,

έλεγαν για μια χώρα μακρινή,

που μόνο στα όνειρα βρίσκεις.

Μια χώρα μαγεμένη από το φιλί,

μια χώρα ζεστή σαν αγκαλιά,

γεμάτη όπως η ψυχή του ανθρώπου, που όλα τα έχει νιώσει…

Τα τραγούδια δεν είχαν σταματημό,

όλοι έριχναν έναν ξέφρενο χορό,

καθένας έλεγε ό,τι μέσα του κρατούσε,

κανείς δεν είχε σταματημό.

Η μαγείρισσα χόρευε με τον Βασιλιά,

σε λίγο τού χάιδευε την κοιλιά,

εκείνος της έδωσε 18 ρεπό,

και τότε εμφανίστηκε ο γελωτοποιός.

Δέκα νάνους είχε συντροφιά,

καθένας σού έδινε από μια πολύχρωμη αγκαλιά,

και τότε ήρθε και ένας καλικάντζαρος σωστός,

ήταν και λίγο πονηρός.

Την πήρε τότε αγκαλιά,

και η ασχήμια του χάθηκε

μέσα στη γυροβολιά.

“Μη φοβάσαι να δεις το φως”,

είπε σιγανά.

Και τότε η κόρη η διστακτική,

άκουσε αγγέλους και πουλιά,

να λένε τραγούδι δικό τους μελωδικό,

να αναζητούν ο καθένας ένα μυστικό.

Και η κόρη άφησε τον δισταγμό,

μπήκε μέσα στον χορό.

Άνοιξε τη δική της την καρδιά,

και άκουσε λόγια δροσερά.

Μέσα σε έναν κύκλο βρέθηκε στα ξαφνικά,

οι άνθρωποι τής έστελναν φιλιά.

Φορούσε φόρεμα αστραφτερό,

με μια νότα χαρούμενη

να της τυλίγει τον λαιμό.

Και τότε έκλεισε τα μάτια απαλά,

και γύρισε στα λημέρια τα παλιά…

Άνοιξε τα μάτια της, λοιπόν,

και στον λαιμό της είχε ένα φυλαχτό.

Μια νότα μικρούλα με δική της ομορφιά,

στα δύσκολα να της τραγουδά…

Και αν κάτι δεν πάει καλά,

ο καλικάτζαρος θα έρθει

χαμογελώντας πονηρά.

2 comments

Σχολιάστε