Πώς η θάλασσα κάλυψε τα πάντα

Πώς η θάλασσα κάλυψε τα πάντα

Σε μια χώρα μακρινή το νερό έτσι ξαφνικά, χωρίς να ρωτήσει κανέναν, αποφάσισε να αλλάξει θέση. Ίσως είχε κουραστεί από όλη την προηγούμενη στασιμότητα· ίσως, πάλι, να σκόπευε σε κάτι άλλο. Σύντομα, πάντως, εξαπλώθηκε σε κάθε πιθανό σημείο της στεριάς.

Οι άνθρωποι, πάντα σε θέση ετοιμότητας για το καινούριο και ανεξήγητο, προσπάθησαν πολύ πρόθυμα να τρομάξουν, ίσως γιατί δεν γνώριζαν άλλη αντίδραση. Η θάλασσα, ωστόσο, φάνηκε πιο γρήγορη και, κυρίως, πιο έμπειρη. Σαν χάδι απλώθηκε παντού αφήνοντας μια ξεχασμένη γαλήνη και μερίμνησε για να μην κινδυνέψει κανένας.

Μια αχνή, σχεδόν αόρατη, μεμβράνη απλώθηκε γύρω από τους ανθρώπους σαν επικάλυψη, έτσι ώστε ν’ αναπνέουν άνετα μέσα στο νερό. Ο αρχικός τους φόβος έδωσε τη θέση του στην ικανοποίηση. Ρόδινη τελικά η καινούρια τους πραγματικότητα ή μήπως όχι;

Η μεμβράνη, αν και ελαστική και έτοιμη να αλλάξει σχήμα ανάλογα με τις συνθήκες, απέκλειε την επαφή. Οι άνθρωποι δεν ένιωθαν πλέον ο ένας τον άλλον. Στην αρχή, δεν το θεώρησαν μεγάλο πρόβλημα, μερικούς τους βόλευε κιόλας, αρκετά με τις οικειότητες. Σημασία είχε ότι κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα στο νερό. Θα περνούσε, απλώς έπρεπε να προσαρμοστούν στην καινούρια κατάσταση.

Οι προσδοκίες τους διαψεύστηκαν σύντομα, αφού δεν σημειώθηκε καμία μεταβολή στην κατάστασή τους με το πέρασμα του χρόνου. Το αόρατο περίβλημα εξακολουθούσε να παραμένει αμετάβλητο και να δυσκολεύει τη ζωή, ιδιαίτερα στους νέους που δεν μπορούσαν να ολοκληρώσουν τις σχέσεις τους. Πώς θα συνεχιζόταν η εξέλιξη του είδους τους χωρίς επαφές; Συγκάλεσαν μια μεγάλη συνέλευση, όπου ο καθένας εξέφρασε την άποψή του. Πολλοί πρότειναν να απευθυνθούν στον Εξισορροπιστή. Αυτός θα ήταν η σωτηρία τους, υποστήριζαν, αρκεί να τον προσέγγιζαν.

Σύμφωνα με τις δοξασίες του λαού τους, ο Εξισορροπιστής ζούσε στα πέρατα του κόσμου απομονωμένος και απρόσιτος, όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρχε επιτακτική ανάγκη. Εάν επικοινωνούσαν μαζί του, θα τους βοηθούσε, δίχως άλλο. Θα κατέβαινε από ψηλά, για να τους συνδράμει.

Άλλοι κάτοικοι της πόλης, πάντως, δεν συμμερίζονταν τις ανησυχίες των υπόλοιπων. Ο Μονόθελος π.χ. είχε άλλα να σκεφτεί, πιο σοβαρά κατά τη γνώμη του, όπως τη Διαφένεια. Πολύ όμορφη στ’ αλήθεια, αλλά χαμένη στις σκέψεις της. Ήθελε να την αγγίξει οπωσδήποτε, όμως έτσι όπως είχαν μπλέξει με τη θάλασσα και τα αόρατα περιβλήματα, δεν τα κατάφερνε. Εκνευρίστηκε με τον εαυτό του· γιατί δεν τόλμησε να την ακουμπήσει νωρίτερα;

Ωστόσο, εντελώς απρόσμενα, τα νερά της θάλασσας άρχισαν να αποτραβιούνται, χωρίς ορατή αιτία. Θαύμα, στα σίγουρα! Το απέδωσαν έκθαμβοι στον Εξισορροπιστή. Ορίστε, μόλις τον επικαλέστηκαν, φρόντισε να λύσει το πρόβλημά τους. Αποδείχτηκε για άλλη μια φορά ότι ο Εξισορροπιστής είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο με ασύλληπτες δυνάμεις, ευτυχώς προσανατολισμένες προς το καλό τους.

Ο Μονόθελος ξίνισε μ’ όλο αυτόν τον βλακώδη ενθουσιασμό. Λίγο νοιαζόταν για τον Εξισορροπιστή και τις διάφορες δοξασίες. Χάρηκε, βέβαια, με την έκβαση της ιστορίας. Η σκέψη ότι θα μπορούσε, επιτέλους, να αγγίξει τη Διαφένεια τού έδωσε θάρρος.

Αλίμονο… Φαίνεται ότι κάποιοι άνθρωποι γεννήθηκαν για να ταλαιπωρούνται, και μόνο. Η Διαφένεια, για κάποιον περίεργο λόγο, παρέμενε απροσπέλαστη. Η αόρατη μεμβράνη εξακολουθούσε να παραμένει γύρω της δίχως την παραμικρή αλλαγή.

«Μάταια προσπαθείς, Μονόθελε. Είναι ανεξήγητο… Ενώ όλοι σας ελευθερωθήκατε, δεν άλλαξε τίποτα για μένα».

«Μην απογοητεύεσαι, θα επανέλθεις σίγουρα. Ίσως, μερικοί να χρειάζονται περισσότερο χρόνο».

Είπε κάπως διστακτικά την τελευταία φράση. Μέσα του, δίχως να γνωρίζει γιατί, ένιωθε ότι η Διαφένεια δεν θα απαλλασσόταν εύκολα από το περίβλημά της.

«Δεν θα με αφήσεις, έτσι δεν είναι; Είναι πάντα τόσο εύκολο να αφήνεις κάποιον».

«Όχι, δεν θα σε αφήσω. Είναι πάντα τόσο δύσκολο να μην αφήσεις κάποιον».

Τινάχτηκε, πώς του ήρθε; Άλλο ήθελε να πει. Κοίταξε τη Διαφένεια φοβισμένος. Φαίνεται ότι δεν τον είχε ακούσει, μόνο τίναζε τα μαλλιά της σαν να είχαν σκόνη πάνω τους.

Οι μέρες πέρασαν με το περίβλημα της Διαφένειας αναλλοίωτο. Έτρωγε, έπινε, πλενόταν, αρκεί να μην την ακουμπούσε ανθρώπινο χέρι. Το περίβλημα έκανε επιλογές, πιθανόν να την προστάτευε από τους ανθρώπους. Ο Μονοθέλος εξακολουθούσε να πιστεύει ότι ήταν θέμα χρόνου να απελευθερωθεί. Έπρεπε να κάνει υπομονή, ας είχε εκνευριστεί.

Μια μέρα πρότεινε να πάνε μια βόλτα. Ήθελε να την κάνει να ξεχαστεί, το βλέμμα της έμοιαζε απόμακρο τελευταία. Δέχτηκε με χαρά την πρότασή του και ξεκίνησαν να περπατάνε στον δρόμο. Όλοι χαιρετούσαν τον Μονόθελο αποφεύγοντας τη Διαφένεια, σαν να ήταν αόρατη. Μάλιστα κάποιοι κοιτούσαν με συμπάθεια τον Μονόθελο γνέφοντάς του. Ο Μονόθελος χαμογελούσε συγκαταβατικά και ο ίδιος. Ωστόσο, η Διαφένεια το πρόσεξε. Η έκφρασή της έγινε αυτόματα πιο απόμακρη, τα χείλη της σφίχτηκαν.

«Θα συνεχίσω μόνη μου, Μονόθελε. Πήγαινε σπίτι σου καλύτερα, όλο και κάτι θα έχεις να κάνεις. Μη μένεις πίσω…»

«Τι σ’ έπιασε τώρα; Μη νιώθεις άσχημα, εγώ θέλω να είμαι μαζί σου, δεν με πειράζουν τα σχόλια των άλλων».

Ο Μονοθέλος φαινόταν πολύ ευχαριστημένος με τη στάση του. Το βλέμμα της Δαφένειας σκοτείνιασε.

«Σωστά, γιατί να σε πειράζουν;»

«Μαμά, να τη! Κοίτα πόσο τρομαχτική φαίνεται, σαν να έχει ένα λευκό τσόφλι γύρω της!»

Ο Μονόθελος την κοίταξε τρομοκρατημένος. Το περίβλημά της είχε αρχίσει να αλλάζει μορφή, φαινόταν μια σκληρή μεμβράνη. Παρέμενε ακόμα διάφανο, με μια λευκή γαλακτώδη γραμμή γύρω της που αναβόσβηνε.

«Σώπα,» μουρμούρισε η μητέρα στον γιο της, «πάμε να φύγουμε».

«Γιατί φεύγετε; Με βρίσκετε επικίνδυνη;» ρώτησε η Διαφένεια με σαρκαστικό τόνο στη φωνή της.

«Επικίνδυνη; Όχι, καθόλου. Λίγο ασυνήθιστη μάλλον. Μη… μην ταράζεσαι».

«Να ταραχτώ; Καλό και αυτό. Καιρός να καταλάβεις πόσο λάθος σκέφτεσαι».

Πλησίασε το παιδί αποφασιστικά. Η μητέρα του πισωπάτησε τραβώντας το από το χέρι, ωστόσο το παιδί δεν έκανε βήμα, μόνο παρατηρούσε την κοπέλα μ’ ένα μειδίαμα στα χείλια του. Το περίβλημά της άνοιξε μαγνητίζοντάς το μέσα του. Μέσα σε δευτερόλεπτα το περίβλημα είχε μεγαλώσει για να το φιλοξενήσει.

«Εξακολουθείς να μας βρίσκεις παράξενους;

Η γυναίκα έμεινε έκπληκτη, το ίδιο και ο Μονόθελος.

«Τι κάνεις εκεί, ανισόρροπη; Άσ’ το να φύγει! Άφησε το παιδί μου!»

Ο Μονόθελος κοιτούσε τη Διαφένεια σιωπηλός. Ώστε έλεγχε το περίβλημά της. Δεν του είχε πει τίποτα. Γιατί όμως; Πήγε προς την κυρία και της ψιθύρισε να ησυχάσει. Η Διαφένεια θα ηρεμούσε σύντομα και θα ελευθέρωνε το παιδί. Κάτι δεν πήγαινε καλά μαζί της, οφείλουμε να δείξουμε κατανόηση. Η γυναίκα τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Ωραίος νεαρός. Ηρέμησε για λίγο, σίγουρα σε λίγο θα το άφηνε. Προφανώς, αυτή η κοπέλα δεν ήταν στα καλά της.

Όμως δεν έγινε έτσι. Η Διαφένεια συνέχισε να περπατάει στην πόλη και να εγκλωβίζει με αποφασιστικές κινήσεις, όσα παιδιά συναντούσε στο πέρασμά της. Τα παιδιά, πάλι, δεν έδειχναν καθόλου ενοχλημένα, αντιθέτως, είχαν μια έκφραση υπεροχής. Η Διαφένεια χαμογελούσε μετά από πολύ καιρό.

Οι κάτοικοι της πόλης συγκάλεσαν συμβούλιο, ως την πιο άμεση λύση σε τέτοιες περιπτώσεις, παρόλο που συνήθως προκαλούσε περισσότερα προβλήματα. Ο Μονόθελος πήρε περίοπτη θέση στην αίθουσα, αφού γνώριζε τη Διαφένεια καλύτερα από κάθε άλλον (τουλάχιστον, έτσι πίστευαν). Πολλά λοξά γυναικεία βλέμματα κατευθύνθηκαν προς το μέρος του, αν και ο ίδιος απέφυγε να τα ανταποδώσει. Ένας ηλικιωμένος κύριος, ο Δίκαιος, ανέλαβε να συντονίσει τη συζήτηση.

«Μαζευτήκαμε εδώ για να συζητήσουμε το φαινόμενο της Διαφένειας» έκανε μια δραματική παύση παίρνοντας μια προβληματισμένη έκφραση, πριν συνεχίσει. «Μονάχα εκείνη δεν κατάφερε να θεραπευτεί από το περίβλημά της, γι’ αυτό την αντιμετωπίσαμε με κατανόηση και κάθε συμπάθεια. Τελευταία, η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Έπιασε πολλά από τα παιδιά της πόλης και τα κρατάει φυλακισμένα στο κουκούλι της». Δεύτερη δραματική παύση. Ο Δίκαιος ήξερε πότε έπρεπε να αφήσει χώρο στο κοινό να εκτονωθεί. Οι κραυγές αγανάκτησης και αγωνίας ήχησαν σαν μελωδική μουσική στα αυτιά του. Σήκωσε τα χέρια του ψηλά για να τους καθησυχάσει. «Όπως σας είπα, βέβαια, δεν χρειάζεται να πανικοβάλλεστε. Τα παιδιά είναι απολύτως ασφαλή. Μέσα στην υπερβολή της, διατηρεί ακόμα κάποια δείγματα λογικής. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι θα τ’ αφήσουμε έτσι σ’ αυτή την κακοτυχία».

«Τα παιδιά φαίνονται πολύ χαρωπά».

Όλοι γύρισαν προς το βάθος της αίθουσας, όπου στεκόταν ένα μικροκαμωμένο κορίτσι με κοντά ξανθά μαλλιά και αγορίστικα ρούχα. Φορούσε ένα παντελόνι με τελείωμα λίγο πάνω από τους αστραγάλους της, κοντά καλτσάκια με κόκκινες ρίγες, ένα άκομψο πουκάμισο και ένα στενό σακάκι. Το φακιδιάρικο πρόσωπό της έλαμπε.

«Τι εννοείς, Χαρμέια;» έκανε ο Δίκαιος εκνευρισμένος.

Όλοι γνώριζαν τη Χαρμέια. Βολόδερνε κάθε μέρα στους δρόμους χαζεύοντας τον κόσμο, αφού δεν είχε οικογένεια.

«Τους βλέπω συχνά. Και πάντα διασκεδάζουν» αναφώνησε με μια κωμική γκριμάτσα.

Βλοσυρά βλέμματα την τύλιξαν. Τι εκνευριστικό πλάσμα. Κανείς δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά όντως τα παιδιά έδειχναν ιδιαίτερα χαρωπά μέσα στο περίβλημά τους.

«Ακόμα και αν δείχνουν έτσι, Χαρμέια» είπε ο Δίκαιος με κάποια ανυπομονησία «δεν νομίζω ότι είναι για το καλό τους. Και στο κάτω κάτω, εσύ γιατί δεν μπήκες; Τώρα που το σκέφτομαι, θα έπρεπε να είσαι από τους πρώτους».

Μουρμουρητά ακούστηκαν, μαζί με κάποια χαιρέκακα γελάκια. Η Χαρμέια παρέμεινε απτόητη.

«Το προσπάθησα, αλλά δεν με δέχτηκαν…».

Μια σκιά απογοήτευσης έπεσε στο μουτράκι της, λες και την είχαν αφήσει έξω από μια ωραία γιορτή. Οι παρευρισκόμενοι έμειναν άναυδοι. Τι έλεγε το χαμίνι; Είχε προσπαθήσει να μπει στο περίβλημα, αλλά δεν την άφησαν; Πώς γίνεται να μπήκαν όλα τα παιδιά από τις καλές οικογένειες και εκείνη να έμεινε από έξω;

«Μα δεν είμαι μόνο εγώ… Είναι και ο Αίσιος, η Ελευθέρια, ο Ζώντανος και άλλα παιδιά. Προσπαθήσαμε όλοι, μαζί και χώρια, όμως κανείς μας δεν τα κατάφερε. Πολύ κρίμα…»

Ο Δίκαιος συνοφρυώθηκε. Έκανε μια σειρά από διάφορες γκριμάτσες, η μία πιο σοβαρή απ’ την άλλη. Στο τέλος ξερόβηξε, προαναγγέλοντας επερχόμενες δηλώσεις.

«Αγαπητοί μου συμπολίτες, είναι ολοφάνερο πλέον. Άθελά της, η μικρή Χαρμέια, με όλη της την αφέλεια, με οδήγησε στο σωστό συμπέρασμα. Φυσικά, μόνο κάποιος οξυδερκής και έμπειρος θα μπορούσε να συνδυάσει σωστά όλα τα δεδομένα».

«Για πες και σε εμάς, Δίκαιε» ακούστηκε μια σαρκαστική φωνή. «Θέλουμε διακαώς να ακούσουμε τα συμπεράσματά σου. Μοιράσου τα μαζί μας».

«Δεν με ξενίζει η αυθάδειά σου, Εναέριε. Δεν θα σταθώ όμως εκεί. Που λέτε, καλοί μου φίλοι, γιατί όλοι μας είμαστε φίλοι στην πόλη μας…»

Το τελευταίο το είπε κοιτάζοντας λοξά τον Εναέριο.

«Πιστεύω, είμαι σίγουρος δηλαδή, ότι συμβαίνει το εξής. Η Διαφένεια μην έχοντας τη δυνατότητα πλέον να φτιάξει τη ζωή της, όπως οι φυσιολογικοί άνθρωποι, αποκάλυψε τον μοχθηρό της χαρακτήρα».

«Δηλαδή;» έκανε ο Εναέριος με δήθεν αφέλεια.

Ο Δίκαιος ξερόβηξε.

«Αποφάσισε να χαλάσει τις δικές μας ζωές. Δεν είναι τυχαίο που επέλεξε παιδιά από καλές οικογένειες, με σπουδαία μόρφωση, ενώ άφησε απ’ έξω κάποια… εχμ… πώς να το θέσω… παιδιά, μάλλον άτυχα στη ζωή. Όχι, ότι εμείς δεν προσπαθήσαμε να τα βοηθήσουμε, αλλά δυστυχώς δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα σε τέτοιες περιπτώσεις».

«Ώστε έτσι, Δίκαιε. Πραγματικά, ενδιαφέρον το συμπέρασμά σου. Ωστόσο, έχω μια απορία».

Ο Δίκαιος δεν ήθελε καν να ακούσει τι θα ξεστόμιζε ο Εναέριος. Να πάρει, τόσο καιρό έλειπε. Ήταν ανάγκη να εμφανιστεί τώρα;

«Γιατί δεν ζητάτε βοήθεια από τον Εξισορροπιστή για το πρόβλημα της Διαφένειας; Είναι ο καταλληλότερος για να το λύσει».

Ο Δίκαιος κοίταξε τον Εναέριο για λίγα δευτερόλεπτα ανέκφραστος. Μάλλον τον κορόιδευε, χωρίς να είναι βέβαιος. Δεν ήθελε να διακινδυνέψει κάποιο βιαστικό συμπέρασμα, μπορεί να τον έφερνε σε μειονεκτική θέση. Αποφάσισε να τον αγνοήσει.

«Που λέτε, θεωρώ ότι η Διαφένεια έχει σκοπό να χαλάσει τις οικογένειές μας, ως αντίποινα για την κατάστασή της. Τι μικροψυχία, βέβαια, να κατηγορεί εμάς για την κακοτυχία της».

«Είναι όντως κακοτυχία; Θέλω να πω ότι μπορεί να τιμωρήθηκε. Ίσως ο Εξισορροπιστής να είχε καταλάβει τον τρόπο σκέψης της και να την αντιμετώπισε έτσι. Δεν είναι τυχαίο ότι μας απελευθέρωσε όλους, εκτός από εκείνη».

Η φωνή ανήκε στη Σκλήμενη. Μια κυρία, αξιοσέβαστη στην κοινωνία τους με πλούσια δράση στα κοινά. Πολλοί συμφώνησαν μαζί της.

«Έχει δίκιο η Σκλήμενη» φώναζαν.

«Σκλήμενη, συμπλήρωσες τις σκέψεις μου. Πολύ σωστή η παρατήρηση ότι η Διαφένεια είναι η μόνη σ’ αυτή τη νοσηρή κατάσταση. Προφανώς, ο Εξισορροπιστής, θέλησε να την τιμωρήσει».

«Σοβαρά;» απόρησε ο Εναέριος. «Σύμφωνα με τα λεγόμενά σας πάντα, ο Εξισορροπιστής ήθελε να τιμωρήσει και εσάς, αφού σας έβαλε όλους μέσα σε περιβλήματα».

«Πάψε πια με τους παραλογισμούς σου! Πιστεύεις ότι ο Εξισορροπιστής θα μας έβλαπτε; Ο Εξισορροπιστής έδωσε τη λύση στο πρόβλημά μας. Εννοείται ότι αργότερα, διακρίνοντας τον επερχόμενο κίνδυνο με τη Διαφένεια, επέλεξε να την αφήσει στο περίβλημά της για να την περιορίσει».

«Για να περιορίσει τον επερχόμενο κίνδυνο…» επανέλαβε ο Εναέριος αργά. «Ωραίο λεξιλόγιο, Δίκαιε, πολύ εύστοχο. Μιλάει στον απλό πολίτη. Άρα, ισχυρίζεστε, ότι τα περιβλήματα τα έχει επινοήσει ο Εξισορροπιστής».

«Εναέριε, έλειπες για πολύ καιρό» είπε και σώπασε για λίγο καρφώνοντάς τον με βλέμμα ψαριού. Στη συνέχεια, πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να ζοριζόταν και ξεστόμισε αυτό που σκεφτόταν. « Ίσως, φταίει το ταξίδι».

«Λες;»

«Δυστυχώς, δεν γίνεται να το παραβλέψουμε. Ορίστε, η απόδειξη, οι ιδέες σου για τον Εξισορροπιστή και τη δράση του. Διακρίνω μια εμμονή μαζί του, μια υπόγεια επιθετικότητα. Καλύτερα να ασχοληθείς μ’ αυτό πρώτα, αντί να σχολιάζεις εμάς. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, η Διαφένεια τα έχει βάλει με τα παιδιά από τις καλές οικογένειες και εκεί πρέπει να εστιάσουμε, πώς θα λυθεί, δηλαδή, το πρόβλημα. Μήπως διαφωνεί κανείς;»

«Όχι, όχι! Δίκαιε, είμαστε μαζί σου» φώναξε το πλήθος εν χορώ.

Ο Μονόθελος έμεινε αμίλητος. Δεν είχε καμία όρεξη να φωνάζει μαζί με τους άλλους. Σηκώθηκε αθόρυβα για να φύγει. Όταν πέρασε δίπλα από τον Εναέριο, ψιθύρισε κάτι. Ο Εναέριος δεν έδειξε να τον προσέχει καν, μόνο συνέχισε να κοιτάζει ευθεία μπροστά του απορροφημένος από τα τεκταινόμενα. Παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του, δίχως να τον ενδιαφέρουν τα λόγια τους. Τι νόημα είχαν εξάλλου; Απλώς ανοιγόκλειναν τα στόματά τους δίχως ήχο. Είδε μάτια μισόκλειστα με πονηρή λάμψη, γροθιές σφιγμένες, πηγούνια ανασηκωμένα με ενοχλητική ανωτερότητα, και σκληρές εκφράσεις, πρωτόγονες. Δεν χρειαζόταν άλλο, είχε κάτσει αρκετά.

Με μια απότομη κίνηση άνοιξε τους αγκώνες του στα πλάγια για να κουμπώσει το μοναδικό κουμπί στο σακάκι του. Βγήκε έξω, χωρίς να αποχαιρετήσει κανέναν και κατευθύνθηκε προς το σπιτάκι του Μονόθελου. Χτύπησε την πόρτα συνθηματικά. Δύο χτύποι με μία μεγάλη παύση μεταξύ τους και αμέσως μετά δύο με μια ελάχιστη. Και ξανά το ίδιο. Ο Μονόθελος κοίταξε μέσα από ένα πολύ μικρό παραθυράκι πάνω στην πόρτα για να βεβαιωθεί, πριν ανοίξει. Ο Εναέριος μπήκε μέσα αμίλητος και προχώρησε κατευθείαν προς ένα μεγάλο τραπέζι. Κοίταξε συγκεντρωμένος τον μεγάλο χάρτη πάνω του και κούνησε το κεφάλι επιδοκιμαστικά.

* * *

Απόσπασμα από τη Σαφένια της Κωνσταντίνας Κοράκη…

Σχολιάστε