Η Ανταριασμένη σε βιβλίο ψυχολογίας

«Experience of artwork in psychology of art».
by Maja S. Vukadinovic’

Σήμερα, η μέρα ξεκίνησε με μια έκπληξη. Στο βιβλίο που βλέπετε, υπάρχει ένα μικρό κεφάλαιο για την Ανταριασμένη και τους συμβολισμούς της.

Θυμάμαι πόσο είχε εντυπωσιαστεί η Maja (η συγγραφέας), όταν της είχα διηγηθεί την ιστορία με τον μανδύα της Ανταριασμένης και τα δάκρυα. Είχε αναφέρει, μάλιστα, ότι πρόκειται για ένα βιβλίο για ιδιαίτερους αναγνώστες. Δεν είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία, νόμιζα ότι προσπαθούσε να με ενθαρρύνει, όταν το βραδάκι την πέτυχα με ένα φιλικό της ζευγάρι να συζητάνε κάτι ζωηρά. Πλησιάσαμε για να τους χαιρετήσουμε και άρχισαν να μας λένε για τον μανδύα με τα δάκρυα και πόσο ασυνήθιστη ιστορία είναι. Χάρηκα πάρα πολύ και συνάμα απόρησα, αλλά όσο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο ένιωθα ευχαρίστηση. Στο κάτω κάτω γι΄αυτό δεν γράφουμε; Για να αφήσουμε μερικά ίχνη έστω και σε λίγους αναγνώστες, ακόμα και με το άκουσμα μιας ιστορίας μας. 

Η Μάγια, πάντως, διάβασε το βιβλίο στα αγγλικά (κυκλοφορεί σε ηλεκτρονική μορφή), χωρίς να μου κάνει κάποιο σχόλιο. Σήμερα, όμως, μού έστειλε αυτές τις φωτογραφίες. Είναι από το νέο της βιβλίο και μέσα συμπεριλαμβάνει ένα μικρό κεφάλαιο για την Ανταριασμένη. Θα μου στείλει τα κομμάτια σε μετάφραση, αλλά η χαρά μου ήδη δεν περιγράφεται. 

Όταν έγραψα την Ανταριασμένη, πολλοί μου είχαν πει ότι δεν είναι για τη χώρα μας. Ποιος ξέρει…

Παρακάτω παραθέτω το απόσπασμα με τον μανδύα (και στα αγγλικά για τους αγγλομαθείς) . Κάποια στιγμή θα επανέλθω.

 

 

 

26613499_542819419387458_633080627_o

 

 

26197672_542819576054109_1518650269_n (1)

 

 

26241851_542819729387427_1767688185_n

 

 

 

«Andariasmeni’s cloak and its tears…

A tribe of sea creatures was trying to live happily but it was difficult. The creatures were fighting with each other and ruined their lives, usually over silly things, silly probably to someone else, but not to them. Sometimes it was about the place each creature had at the bottom of the sea. Every creature had its own place where it could rest, think or curl up to sleep. It was really important for each and every one to have its own place to rest. Everything would have been very nice and neat, if it hadn’t become an issue. Some places were better or at least that’s what the creatures thought, and that caused quarrel. Little by little the creatures lost their smile and their good mood. The only thing that mattered to them was their places and how they could maintain them or how they could take other creatures’ places away. This caused unhappiness to the tribe. The old man of the tribe, understanding that the situation was rather unfortunate and would bring about disaster, decided to do something. He had tried so many times himself to explain to them that those things weren’t important, because they caused dissension to the tribe, but he didn’t achieve anything. Then he thought something up. He ordered the mermaids to make a cloak with threads from the finest seaweed. The cloak had a deep, blue color. Some parts were a lighter blue. The old man took the cloak and gathered the creatures around him. He told them with a very worried and sad look on his face that after so many years of living at the bottom of the sea he realized that their tribe had come to a stalemate. He revealed to the tribe that he wouldn’t be with them in the future because he was getting too old. Nevertheless, another creature from far away would take his place, a creature which didn’t belong to their world but would come in order to help them find their lost essence. When she comes, everything will be solved. No quarrels will arise. He said “she” because it would be a woman, a girl to be exact, with long unbraided hair which would flap in the air according to her mood.

The creatures were shocked. They wanted their Queen as soon as possible. The story made quite an impression on them and they wanted to know when their Queen would come and how they could make her come sooner. The old man looked at the cloak for a while. He was in deep thought. He had an idea.

You should all give your tears to the cloak. That is how our Queen will hear your sorrow and come to find us.”

The old man concluded his speech with a tear. It was the first tear which was poured onto the cloak. He left the cloak at the centre of the bottom of the sea and told them that whenever they wanted to fight with each other, they should come over to the cloak, so they could free themselves from rage through their tears. This would bring peace to the tribe and at the same time they would bring their Queen close to them. The creatures cried. They cried a lot. Some of them were crying with sobs, others cried quietly. However they were pleased. There was hope for them. Some creatures forced themselves to cry. They thought that this would make their Queen come to them sooner. The old man explained to them but it was of no use. They needed true tears.

Look,” he told them. “Some of the tears are staying on the cloak. These are the real ones. Only these stay on, the rest slide away and blend with the water.”

This was true. Some of the tears stayed on the cloak and shined. They looked like diamonds in the shape of a shimmering tear. Several tears didn’t stay, they just slipped into the water. The old man sighed with relief. He had to find tricks to gain time.

Andariasmeni listened to the story thoughtfully. It was true that the cloak had little diamonds shaped like tears which shined.

But how could you feel sorrow for someone you don’t even know if he or she exists?”

Our Queen, in our tribe, legend had it that some day a girl with long, wavy hair would fall from the sky. The ripple of her hair would depend on her mood. We believed that legend with every part of our soul and now our hopes came true, since you came here.”

Andariasmeni noticed that her hair waved back vibrantly.

But I don’t know what to do! What must a Queen do? You have to tell me!”»

ANDARIASMENI UNDERWATER ALEXANDROS KORAKIS NET2

Είναι δάκρυα, Βασίλισσά μας! Είναι τα δάκρυα τού λαού μας που σε περίμενε τόσο καιρό και πονούσε που δεν σε είχε μαζί του.”

Ο μανδύας της Ανταριασμένης και τα δάκρυά του

Μια φυλή από θαλάσσια πλάσματα προσπαθούσε να ζήσει ευτυχισμένη, χωρίς να τα καταφέρνει. Τα πλάσματα τσακώνονταν μεταξύ τους και χαλούσαν τις ζωές τους, συνήθως για μικροπράγματα. Για πράγματα που αν τα άκουγε κάποιος άλλος θα τα έβρισκε ανόητα, όπως για τις θέσεις τους στον βυθό της θάλασσας. Το κάθε πλάσμα είχε τη δική του για να ξεκουράζεται, να σκέφτεται ή, απλώς, για να κουλουριάζεται και να κοιμάται. Ήταν πολύ σημαντικό να έχει το καθένα τον δικό του χώρο. Όλα θα κυλούσαν όμορφα και ομαλά, αν δεν υπήρχε ένα πρόβλημα. Κάποιες θέσεις ήταν καλύτερες, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν, κάτι που προκαλούσε φιλονικίες. Σιγά σιγά τα πλάσματα έχασαν τα χαμόγελο και την καλή τους διάθεση. Το μόνο που τα ένοιαζε πλέον ήταν οι θέσεις. Πώς, δηλαδή, θα τις διατηρούσαν ή πώς θα έπαιρναν τις θέσεις των άλλων, που θεωρούσαν καλύτερες. Σταδιακά η φυλή τους γνώρισε τη δυστυχία. Ο γέροντας της φυλής βλέποντας ότι η κατάσταση χειροτέρευε και ότι πιθανότατα θα έφερνε καταστροφή, αποφάσισε να αναλάβει δράση. Είχε προσπαθήσει ο ίδιος πολλές φορές να τους εξηγήσει ότι αυτά τα πράγματα δεν είχαν σημασία, αφού προκαλούσαν διχόνοια στη φυλή τους, αλλά τα πλάσματα ήταν ανένδοτα. Έτσι λοιπόν σκαρφίστηκε το εξής.

Παρήγγειλε στις γοργόνες να του φτιάξουν έναν μανδύα με κλωστές από τα πιο φίνα φύκια σε βαθύ, σκούρο μπλε χρώμα που σε κάποια σημεία του γινόταν γαλάζιος. Ο γέροντας πήρε τον μανδύα και κάλεσε τα πλάσματα σε συγκέντρωση. Ανακοίνωσε γεμάτος λύπη ότι μετά από τόσο χρόνια που ζούσε στον βυθό, έβλεπε ότι η φυλή τους είχε πάρει άσχημο δρόμο. Αποκάλυψε ότι σύντομα θα έφευγε από τη ζωή, αλλά στη θέση του θα ερχόταν ένα άλλο πλάσμα από μακριά. Ένα πλάσμα που δεν θα ανήκε στον δικό τους κόσμο και θα τους βοηθούσε να βρουν τον χαμένο τους εαυτό. Όταν θα ερχόταν αυτή, όλα θα λύνονταν, δεν θα υπήρχε διχόνοια. Έλεγε “αυτή” γιατί θα ήταν γυναίκα, για την ακρίβεια ένα κορίτσι, με μακριά ξέπλεκα μαλλιά που θα ανέμιζαν ανάλογα με τη διάθεσή της.

Τα πλάσματα συγκλονίστηκαν. Τους άρεσε η ιστορία και ήθελαν να μάθουν πότε θα ερχόταν η Βασίλισσα, αλλά και πώς θα μπορούσαν να τη φωνάξουν κοντά τους πιο σύντομα. Ο γέροντας κοίταξε τον μανδύα για λίγο σκεφτικός. Ευτυχώς, του ήρθε μια ιδέα.

Θα πρέπει όλοι σας να δώσετε τα δάκρυά σας στον μανδύα. Έτσι η Βασίλισσά μας θα ακούσει τον πόνο σας και θα έρθει να μας βρει.”

Αφού ολοκλήρωσε τον λόγο του, δάκρυσε. Ήταν το πρώτο δάκρυ που κύλησε πάνω στο ύφασμα. Στη συνέχεια άφησε τον μανδύα στο κέντρο του βυθού και τους είπε ότι, όποτε ήθελαν να τσακωθούν μεταξύ τους, έπρεπε να έρχονται από πάνω του και να απαλλάσσονται από τον θυμό τους με τα δάκρυα. Έτσι θα επικρατούσε ηρεμία στη φυλή, αλλά θα καλούσαν κιόλας τη Βασίλισσα κοντά τους.

Τα πλάσματα έκλαψαν πολύ. Άλλα με λυγμούς, αλλά σιωπηλά. Το κλάμα τους πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση, αφού είχαν κάτι να ελπίζουν. Κάποια, βέβαια, προσπάθησαν να κλάψουν με το ζόρι. Πίστευαν ότι έτσι θα έφερναν πιο γρήγορα τη Βασίλισσα εκεί. Ο γέροντας τούς εξήγησε καλοσυνάτα ότι δεν είχε νόημα να πιέζονται. Τα δάκρυα έπρεπε να είναι αληθινά.

Κοιτάξτε!” είπε. “Μόνο μερικά δάκρυα στέκονται πάνω στον μανδύα. Είναι τα μόνα γνήσια. Αυτά μένουν, τα υπόλοιπα γλιστράνε και ανακατεύονται με το νερό της θάλασσας.”

Ήταν αλήθεια. Ορισμένα δάκρυα στέκονταν πάνω στον μανδύα στραφταλίζοντας. Φάνταζαν σαν λαμπερά διαμάντια σε σχήμα δακρύων. Ωστόσο, υπήρχαν κάποια που δεν παρέμεναν εκεί, αντιθέτως γλιστρούσαν πάνω στο ύφασμα και μετά γίνονταν ένα με τη θάλασσα. Ο γέροντας αναστέναξε κάπως ανακουφισμένος. Έπρεπε να βρίσκει τεχνάσματα για να κερδίζει χρόνο.

Η Ανταριασμένη άκουγε συλλογισμένη. Όντως, ο μανδύας της είχε διαμαντάκια σε σχήμα δακρύων που άστραφταν άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο.

Μα πώς πονούσατε για κάποιον που δεν ξέρατε, εάν υπήρχε;” ρώτησε απορημένη.

Βασίλισσά μας, υπάρχουν μύθοι στη φυλή μας που λένε ότι κάποτε θα ερχόταν από τον ουρανό ένα κορίτσι με μακριά μαλλιά, τα οποία θα ανέμιζαν ανάλογα με τις διαθέσεις της. Εμείς πιστέψαμε σε αυτό, όσο παράξενο και αν ακούγεται. Πιστέψαμε με όλη μας την ψυχή και να που οι ελπίδες μας έγιναν πραγματικότητα, αφού εμφανίστηκες.”

Η Ανταριασμένη πρόσεξε ότι τα μαλλιά της ανέμιζαν προς τα πίσω αναστατωμένα.

Μα δεν ξέρω τι να κάνω! Τι πρέπει να κάνει μια Βασίλισσα; Πείτε μου, σας παρακαλώ!”

Τίποτα δεν πρέπει να κάνει η Βασίλισσά μας! Και μόνο που βρίσκεται ανάμεσά μας είναι αρκετό!”

Συνέχισαν τον ξέφρενο χορό γύρω της κουνώντας τα χέρια τους ψηλά. Την κοιτούσαν με τόση λατρεία που ένιωσε να τα χάνει. Στα μάτια τους έβλεπε ελπίδα, αφοσίωση. Στη συνέχεια, άρχισαν να κατευθύνονται ρυθμικά ο ένας στη θέση του άλλου. Έδειχναν σαν να μην τους ένοιαζε. Μάλιστα, μερικά τις πρόσφεραν στο διπλανό τους πλασματάκι. Από την στιγμή που είχαν τη Βασίλισσά τους, οι θέσεις δεν είχαν σημασία, ο καθένας μπορούσε να πάρει όποια ήθελε.

Όλα αυτά δεν κράτησαν πολύ… ίσως να κράτησαν ελάχιστα, όσο μια βαθιά ανάσα. Τα πλάσματα της θάλασσας άλλαξαν γνώμη για τις θέσεις και για όλα. Αποφάσισαν να στασιάσουν, έτσι απλά, χωρίς ιδιαίτερη σκέψη. Κάποιο πλάσμα τους υπέβαλε την ιδέα ότι δεν ήταν ευτυχισμένα και ότι η Βασίλισσά τους έφταιγε, επειδή εξαιτίας της παραχώρησαν τις θέσεις τους».

Εικονογράφηση: Αλέξανδρος Κοράκης 

https://alexkorakis.deviantart.com/

Andariasmeni inside_the_whale

Σχολιάστε